φρονιμεύω

φρονιμεύω
αμετ. становиться разумным, благоразумным, рассудительным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φρονιμεύω" в других словарях:

  • φρονιμεύω — φρονιμεύω, φρονίμεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρονιμεύω — και φρονιμαίνω φρονίμεψα 1. αμτβ., γίνομαι φρόνιμος, βάζω μυαλό: Όποιος γεννήθηκε ζουρλός ποτέ δε φρονιμαίνει (παροιμ.). 2. γίνομαι εγκρατής, αποφεύγω βλαβερές πράξεις, ενέργειες, συμμορφώνομαι: Από τότε που παντρεύτηκε, φρονίμεψε πια και δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρονιμεύω — φρονιμεύομαι, ΝΑ [φρόνιμος] γίνομαι φρόνιμος, σωφρονίζομαι νεοελλ. γίνομαι εγκρατής …   Dictionary of Greek

  • φρονίμευσις — εύσεως, ἡ, Α [φρονιμεύομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρονιμεύω …   Dictionary of Greek

  • φρονιμαίνω — Ν [φρόνιμος] φρονιμεύω …   Dictionary of Greek

  • φρονιμεύομαι — Α βλ. φρονιμεύω …   Dictionary of Greek

  • πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»